διεγκέφαλος

διεγκέφαλος
Περιοχή στον εγκέφαλο, που βρίσκεται στη βάση του και αποτελεί έδρα πολυάριθμων φυτικών και σχετικών με τις ψυχικές λειτουργίες κέντρων. Ο δ., που λέγεται και διάμεσος εγκέφαλος, είναι επίσης η περιοχή απ’ όπου διέρχονται διάφορες νευρικές οδοί που συνδέουν τον εγκεφαλικό φλοιό με τον οπίσθιο εγκέφαλο και αντίστροφα.
* * *
ο
περιοχή στη βάση τού εγκεφάλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναρκοληψία — Ειδική παθολογική κατάσταση που συνίσταται σε ξαφνικά επεισόδια ακατανίκητης τάσης προς ύπνο σε άτομα που βρίσκονται σε πλήρη δραστηριότητα. Ο ύπνος αυτός παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του φυσιολογικού ύπνου και επέρχεται κατά παροξυσμούς… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”